κοσμογύριστος

κοσμογύριστος
-η, -ο
βλ. κοσμογυρισμένος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοσμογύριστος — η, ό κοσμογυρισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *κοσμογυρίζω] …   Dictionary of Greek

  • κοσμογυρισμένος — κοσμογυρισμένος, η, ο και κοσμογύριστος, η, ο αυτός που έχει γυρίσει τον κόσμο, κοσμοπερπατημένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”